μουστόπιττα

μουστόπιττα
η см. μουσταλευριά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μουστόπιττα" в других словарях:

  • μουστόπιττα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουστόπιτταν — μουστόπιττα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουστόπιτα — η (Μ μουστόπιττα) η μουσταλευριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦστος + πίτα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»